φυτόψειρες

φυτόψειρες
οι, Ν
ζωολ. οι αφίδες, που είναι επίσης γνωστές και ως μελίγκρες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκούπα — η, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία τού φυτού Sorghum scoparium τού γένους σόργο, αλλ. σκουπόχορτο 2. εργαλείο ή συσκευή για την απομάκρυνση τής σκόνης και τών απορριμμάτων, το σάρωθρο 3. φρ. α) «ηλεκτρική σκούπα» τεχνολ. οικιακή ηλεκτρική συσκευή που… …   Dictionary of Greek

  • φυλλοξήρα — και φυλλοξέρα, η, Ν 1. ζωολ. γένος μικροσκοπικών ομόπτερων εντόμων τής οικογένειας φυλλοξηρίδες που ανήκει στην ομάδα τών φυτοπαρασιτικών εντόμων η οποία είναι γνωστή με τις ονομασίες αφίδες, μελίγκρες ή φυτόψειρες 2. φρ. α) «φυλλοξήρα τού… …   Dictionary of Greek

  • φυτοφθείρες — οι, Ν ζωολ. οι φυτόψειρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + φθείρ, φθειρός «ψείρα». Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αν. Κορδέλλα] …   Dictionary of Greek

  • αγωνιόνευρα — (agonioneurum). Ονομασία υμενοπτέρων εντόμων, της οικογένειας των χαλκιδιδών. Ζουν σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική. Τo σώμα τους είναι τόσο μικρό, που ζουν παρασιτικά στις φυτόψειρες …   Dictionary of Greek

  • αλιχτενσία — (alichtensia). Γένος ημιπτέρων εντόμων της οικογένειας των κοκκιδών. Τα έντομα αυτά είναι φυτόψειρες που ζουν αποκλειστικά στη Νότια Αμερική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”